- επακτός
- -ή, -ό (Α ἐπακτός, -ή, -όν και -ός, -όν)νεοελλ.1. ανατ. «επακτά οστά» — βλ. επακταία οστά2. βοτ. «επακτά όργανα» — τα όργανα τών φυτών, που αποτελούνται από τελείως διαμορφωμένους ιστούς, όπως π.χ. οι παραφυάδεςνεοελλ.-αρχ.«επακτός όρκος» — αυτός που επιβάλλεται από τον έναν διάδικο στον αντίπαλο τουαρχ.1. αυτός που εισάγεται, που μεταφέρεται απ' έξω, ξενόφερτος, ξένος, ξενικός (α. «ὕδασιν ἐπακτοῑσιν χρέονται», Ιπποκρ.β. «σίτῳ οἰκείῳ και οὐκ ἐπακτῷ χρῶνται», Θουκ.)2. (για πρόσ.) ξένος, αλλοδαπός3. (για βροχή) ορμητικός, σφοδρός4. μτφ. (για αρετή) η επίκτητη, η μη έμφυτη, αυτή που αποκτάται με τη μάθηση5. (για χρώμα) αυτός που έχει τοποθετηθεί από πάνω6. αυτός που επιφέρουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας, εκούσιος, αυθαίρετος («κοὔτοι νόσον ἐπακτὸν ἐξαιρούμεθα», Σοφ.)7. παρέμβλητος, εμβόλιμος8. το ουδ. ως ουσ. το έπακτόντο φίλτρο, τα μάγια, η μαγεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακ- (< αγ- θ. τού άγω) + επίθημα -τος].
Dictionary of Greek. 2013.